- ἀνελευθερίας
- ἀνελευθερίᾱς , ἀνελευθερίαilliberality of mindfem acc plἀνελευθερίᾱς , ἀνελευθερίαilliberality of mindfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PROTELEA — Graece Προτέλεια, quia eadem Diana ac Iuno, tum Iunonis eratsacrum, tum festum Dianae. Ac Iunonis sacrum sic dictum antenuptias fiebat, quô Sponsus Sponsaque fel abiciebant retro altare: nomen, ei quod Iunoni τῇ τελεία, i. e. Pronubae dicatum… … Hofmann J. Lexicon universale
ελευθεριότητα — η (ΑΜ ἐλευθεριότης) νεοελλ. 1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων 2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη αρχ. η τήρηση τού μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και τής ασωτείας και τής… … Dictionary of Greek
Χομπς, Τόμας — (Hobbes, Ουέστπορτ 1588 – Χάρντουικ 1679). Άγγλος φιλόσοφος. Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Οξφόρδη, έκανε ένα πρώτο ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη ως κηδεμόνας του γιου του λόρδου Κάβεντις. Γυρίζοντας στην Αγγλία,… … Dictionary of Greek
ανελευθερία — η η έλλειψη φιλελεύθερου πνεύματος: Με καθεστώς ανελευθερίας πνευματική προκοπή δεν μπορεί να υπάρξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)